12 Αυγούστου 2010

Τραπεζικά κέρδη με επιδότηση ΟΕΚ

Του ΘΑΝΟΥ ΤΣΙΡΟΥ


Μέχρι και στο ταμείο του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας -το οποίο χρηματοδοτείται με τις εισφορές που καταβάλλουν ενάμιση εκατομμύριο εργαζόμενοι- φτάνει το... μακρύ χέρι των τραπεζών.


Πώς γίνεται αυτό; Οι περισσότερες τράπεζες χρεώνουν με υψηλότερο επιτόκιο περίπου κατά μία ποσοστιαία μονάδα όσους δανειολήπτες δικαιούνται επιδότηση από τον ΟΕΚ (το δικαιούνται όλοι οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ). Το υψηλότερο επιτόκιο δεν «φαίνεται» έντονα στον δανειολήπτη, γιατί στη συνέχεια το συνολικό κόστος (επιτόκιο) μειώνεται λόγω της επιδότησης που πληρώνεται από το Ταμείο του ΟΕΚ.

Δηλαδή η τράπεζα χρεώνει στο επιδοτούμενο στεγαστικό επιτόκιο 5% (ενώ χρεώνει γύρω στο 4% στα μη επιδοτούμενα επιτόκια). Στη συνέχεια, με την επιδότηση το κόστος πέφτει χαμηλότερα (έως και μηδενίζεται) και ο δανειολήπτης δεν «αντιλαμβάνεται» τόσο έντονα ότι χρεώνεται παραπάνω.

Με τον τρόπο αυτό, βέβαια, το όφελος της επιδότησης το εισπράττει τελικώς η... τράπεζα.

Θα περίμενε κανείς ότι στα επιδοτούμενα δάνεια οι τράπεζες θα χρέωναν χαμηλότερα επιτόκια, καθώς οι λόγοι που συνήθως επικαλούνται για να χρεώνουν τους πελάτες τους περισσότερο (π.χ. κίνδυνος μη εξυπηρέτησης του δανείου κ.λπ.) σχεδόν εκλείπουν από τη στιγμή που ο δανειολήπτης αποπληρώνει τις δόσεις επιδοτούμενος από το ελληνικό Δημόσιο. Ο λόγος βέβαια, για τον οποίο κρατούν τα υψηλά, περιθώρια κέρδους στα επιδοτούμενα δάνεια είναι προφανής: Κάθε χρόνο χορηγούνται τουλάχιστον 20.000 δάνεια με επιδότηση του ΟΕΚ, τα οποία αντιστοιχούν στο 20% του συνόλου των δανείων που δίνουν οι τράπεζες.

Αναγκάζονται

Ο δικαιούχος του ΟΕΚ είναι αναγκασμένος να υποκύψει στις υψηλές απαιτήσεις των τραπεζών, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα χάσει την επιδότηση που ουσιαστικά έχει προπληρώσει μέσα από τον μισθό του. Υποκύπτοντας όμως στο υψηλό ονομαστικό επιτόκιο του επιδοτούμενου δανείου, προκαλεί τρεις επιπτώσεις:

*Ο ίδιος πληρώνει περισσότερα, καθώς το αυξημένο επιτόκιο της τράπεζας του ροκανίζει και τη δική του επιδότηση.

*Υποχρεώνει τον ΟΕΚ να δώσει περισσότερα χρήματα στην τράπεζα, γιατί η επιδότηση υπολογίζεται επί υψηλότερου επιτοκίου.

*Αναλαμβάνει μια μεγάλη υποχρέωση για το μέλλον, καθώς με την λήξη της περιόδου επιδότησης το επιτόκιο εκτοξεύεται στα ύψη.

Πώς δικαιολογούν οι ίδιες οι τράπεζες την διαφορά των επιτοκίων; Ανώτατο στέλεχος τράπεζας με το οποίο επικοινώνησε η «Οικονομία» υποστηρίζει ότι στα δάνεια του ΟΕΚ το λειτουργικό κόστος για την τράπεζα είναι αυξημένο, καθώς η εκταμίευση του δανείου απαιτεί σαφώς περισσότερες γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Για το «χαράτσι» των τραπεζών στους δανειολήπτες του ΟΕΚ ενημερώθηκε πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας, Σάββας Τσιτουρίδης. Σύμφωνα με πληροφορίες, η διοίκηση του οργανισμού έχει ήδη εισηγηθεί τη διενέργεια ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, θα αναδειχτούν τέσσερις ή πέντε τράπεζες, οι οποίες, καταθέτοντας την καλύτερη οικονομική προσφορά (συνδυασμός επιτοκίου, εξόδων κ.λπ.), θα αποκτήσουν για ένα διάστημα το αποκλειστικό δικαίωμα να χορηγούν τα επιδοτούμενα δάνεια.

Η διαδικασία που ακολουθείται μέχρι τώρα είναι τελείως διαφορετική: όποια τράπεζα επιθυμεί, υπογράφει μια συμφωνία με τον ΟΕΚ και χορηγεί τα επιδοτούμενα δάνεια στους πελάτες της. Η πράξη έχει αποδείξει ότι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί. Σχεδόν όλες οι τράπεζες -Alpha, Εθνική, Πειραιώς, Εγνατία Αττικής και Nova- δίνουν τα επιδοτούμενα δάνεια με σχεδόν το ίδιο επιτόκιο (σ.σ.: χαμηλότερα είναι τα επιτόκια του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και της Aspis Bank).

Αρμόδιες πηγές στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας εκτιμούν ότι με την αλλαγή της διαδικασίας και τη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού, τα επιτόκια του ΟΕΚ θα κινηθούν πτωτικά. Κι αυτό διότι οι τράπεζες δεν θα θελήσουν επουδενί να χάσουν την εγγυημένη πελατεία των 20.000 δανειοληπτών που τους εξασφαλίζει ο ΟΕΚ με τα επιδοτούμενα δάνεια.

Ο τρόπος

Από ένα παράδειγμα γίνεται εύκολα κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες βγάζουν περισσότερο κέρδος από τη χορήγηση των επιδοτούμενων δανείων. Εστω ένας δανειολήπτης ο οποίος δικαιούται να πάρει επιδότηση επιτοκίου 65% από τον ΟΕΚ και ο οποίος θέλει να αντλήσει 100.000 ευρώ για 15 χρόνια.

Εχει δύο εναλλακτικές:

1 Να ζητήσει από μια τράπεζα τη χορήγηση του επιδοτούμενου δανείου. Σε αυτή την περίπτωση, η τράπεζα θα τον χρεώσει με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σ.σ.: 2,75% μέχρι νεωτέρας) προσαυξημένο κατά ένα περιθώριο κέρδους που στις περισσότερες τράπεζες ανέρχεται στο 2,15%. Αν προστεθεί και η εισφορά του 0,12%, τότε η συνολική επιβάρυνση φτάνει στο 5,02%.

Βέβαια, ο δανειολήπτης δεν θα πληρώσει μόνος του αυτό το επιτόκιο. Με δεδομένη την επιδότηση του 65%, το επιτόκιο θα μοιραστεί ως εξής: 1,76% για τον δανειολήπτη και 3,26% για τον ΟΕΚ. Να σημειωθεί ότι η επιδότηση χορηγείται μόνο για τα εννέα από τα 15 χρόνια του δανείου. Μόλις παρέλθει αυτό το διάστημα, ο δανειολήπτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει ολόκληρο το επιτόκιο.

2 Να απαρνηθεί το δικαίωμα της επιδότησης. Σε αυτή την περίπτωση θα επιτύχει καλύτερο ονομαστικό επιτόκιο αλλά θα πληρώσει περισσότερα ο ίδιος από την τσέπη του. Λόγω του ανταγωνισμού, οι τράπεζες χορηγούν αυτή την περίοδο δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου προσαυξημένα κατά 1%-1,25%. Δηλαδή η συνολική επιβάρυνση φτάνει στο 3,89%-4,12%, που είναι χαμηλότερο έως και κατά 1,1% συγκριτικά με το επιδοτούμενο δάνειο (5,02%).

Είναι προφανές ότι ο δανειολήπτης θα πάρει το επιδοτούμενο δάνειο, γιατί έτσι από την τσέπη του θα βγουν λιγότερα χρήματα. Στην περίπτωση του επιδοτούμενου επιτοκίου θα πληρώνει 632 ευρώ τον μήνα, ενώ χωρίς την επιδότηση θα καταβάλλει 745 ευρώ.

Του ΘΑΝΟΥ ΤΣΙΡΟΥ




ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - 30/07/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: